- χρυσάρματοι
- χρῡσάρματοι , χρυσάρματοςwith: masc /fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
χρυσάρματοι — χρῡσάρματοι , χρυσάρματος with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάρματος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσό άρμα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος προσωνυμία τής Σελήνης 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι σώμα τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άρματος (< ἅρμα,… … Dictionary of Greek